Σαμάτης

Σαμάτης
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. Σαρμάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”